- ὑδροῤῥόα
- ὑδροῤ-ῥόα, ἡ, u. ὑδρο-ρόα, ἡ, u. ὑδρόῤ-ῥοια, ἡ, (1) Wasserlauf, -rinne, -gosse, auch Dachtraufe; (2) eine verborgene Meerklippe
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ὑδρορρόα — ὑδρορρόᾱ , ὑδρορρόα water course fem nom/voc/acc dual ὑδρορρόᾱ , ὑδρορρόα water course fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδρορρόα — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. υδρορρόη … Dictionary of Greek
ὑδρορρόας — ὑδρορρόᾱς , ὑδρορρόα water course fem acc pl ὑδρορρόᾱς , ὑδρορρόα water course fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρορρόαι — ὑδρορρόα water course fem nom/voc pl ὑδρορρόᾱͅ , ὑδρορρόα water course fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρορρόαν — ὑδρορρόᾱν , ὑδρορρόα water course fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρορροῶν — ὑδρορρόα water course fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρορρόη — ὑδρορρόα water course fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρορρόην — ὑδρορρόα water course fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρορρόης — ὑδρορρόα water course fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδρορρόη — Αγωγός που περισυλλέγει τα νερά της βροχής από τις στέγες των κτιρίων, είτε για να τα απομακρύνει, είτε για να τα συγκεντρώσει σε στέρνα για μελλοντική χρησιμοποίηση τους. Παλιότερα η υ. ήταν ένας απλός μεταλλικός σωλήνας ή ένας σκαμμένος… … Dictionary of Greek